- υψηλόφωνος
- -η, -ο / ὑψηλόφωνος, -ον, ΝΜΑαυτός που έχει υψηλή, δηλαδή ισχυρή, φωνή.επίρρ...υψηλοφώνως και υψηλόφωνα Νμε δυνατή φωνή, μεγαλόφωνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό-φωνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑψηλόφωνος — with high masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψηλόφωνος — η, ο επίρρ. α αυτός που έχει υψηλή ή δυνατή φωνή, βροντόφωνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑψηλόφωνον — ὑψηλόφωνος with high masc/fem acc sg ὑψηλόφωνος with high neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψηλοφωνούμαι — έομαι, Μ [ὑψηλόφωνος] (για λόγο) εκφέρομαι υψηλόφωνα … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek